Cretă στα ελληνικά
Μετάφραση: cretă, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κιμωλία, κιμωλίας, άσβεστο, άσβεστο και, της κιμωλίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- crete στα ελληνικά - αυξάνομαι, μεγαλώνω, Κρήτη, Κρήτης, κρητη, της Κρήτης
- cretin στα ελληνικά - επιβραδύνω, καθυστερώ, βλάκας, δύσμορφος, ηλίθιος, Cretin, κρετίνος
- creştere στα ελληνικά - αυξάνω, αύξηση, μεγαλώνω, μεγαλώνουν, μεγαλώσουν, μεγαλώσει, μεγαλώσω
- criminal στα ελληνικά - απατεώνας, εγκληματίας, κακούργος, φυγάς, κακοποιός, εγκληματικός, ποινικές, ...
Τυχαίες λέξεις
Cretă στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κιμωλία, κιμωλίας, άσβεστο, άσβεστο και, της κιμωλίας
Μεταφράσεις: κιμωλία, κιμωλίας, άσβεστο, άσβεστο και, της κιμωλίας