Impune στα ελληνικά
Μετάφραση: impune, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβάλλω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- impresionism στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
- improbabil στα ελληνικά - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
- impur στα ελληνικά - ακάθαρτος, ακάθαρτο, ακάθαρτου, ακάθαρτη, ακάθαρτα
- impuritate στα ελληνικά - ακαθαρσία, πρόσμειξη, πρόσμιξη, πρόσμειξης, ακαθαρσίας
Τυχαίες λέξεις
Impune στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβάλλω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει
Μεταφράσεις: επιβάλλω, επιβάλλουν, επιβάλλει, επιβάλουν, να επιβάλει, επιβάλει