Individual στα ελληνικά
Μετάφραση: individual, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- indiu στα ελληνικά - σε, ίνδιο, ινδίου, Το ίνδιο, Ινδιο, Indium
- individ στα ελληνικά - παιδί, γάτα, τύπος, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, ...
- indulgent στα ελληνικά - μαλακός, επιεικής, μακρόθυμος, απολαυστική, χαλαρωτικές, επιεικείς, απολαυστικές
- industrial στα ελληνικά - βιομηχανικός, βιομηχανική, βιομηχανικών, βιομηχανικής, βιομηχανικές
Τυχαίες λέξεις
Individual στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Μεταφράσεις: ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιαίτερος, ατομικός, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες