Ispiti στα ελληνικά
Μετάφραση: ispiti, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- iscusit στα ελληνικά - έντεχνος, ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος, πιο ικανός, επιδέξια, επιδέξιο
- islaz στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
- ispită στα ελληνικά - πειρασμός, πειρασμό, πειρασμού, τον πειρασμό, ο πειρασμός
- istoric στα ελληνικά - ιστορικός, ιστορικό, ιστορική, ιστορικά, ιστορικές
Τυχαίες λέξεις
Ispiti στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει
Μεταφράσεις: δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει