Obicei στα ελληνικά
Μετάφραση: obicei, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έθιμο, χρήση, συνήθεια, άσκηση, έξη, χρησιμοποιώ, σχέδιο, πρακτική, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oază στα ελληνικά - όαση, Oasis, Το Oasis, όασης, Όασις
- obezitate στα ελληνικά - παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
- obidi στα ελληνικά - θλίψη, τη θλίψη, θλίψης, λύπη, πένθος
- obiect στα ελληνικά - αντιτείνω, αντικείμενο, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
Τυχαίες λέξεις
Obicei στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έθιμο, χρήση, συνήθεια, άσκηση, έξη, χρησιμοποιώ, σχέδιο, πρακτική, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Μεταφράσεις: έθιμο, χρήση, συνήθεια, άσκηση, έξη, χρησιμοποιώ, σχέδιο, πρακτική, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα