Plin στα ελληνικά
Μετάφραση: plin, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεστός, ολικός, πλήρης, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Μεταφράσεις
- plictisitor στα ελληνικά - βραδύς, ανιαρός, δυσάρεστος, πληκτικός, βαρετός, βαρετό, βαρετή, ...
- plimbare στα ελληνικά - σεργιανίζω, περπατώ, σουλατσάρω, βόλτα, περίπατος, τα πόδια, περπατήσετε
- pliseu στα ελληνικά - πτυχή, πιέτα, κοτσίδα, νάζια, διακοσμητικό στοιχείο, κροσσός, διακοσμητικών στοιχείων, ...
- ploaie στα ελληνικά - βροχόπτωση, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
Τυχαίες λέξεις
Plin στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεστός, ολικός, πλήρης, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες
Μεταφράσεις: μεστός, ολικός, πλήρης, γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρως, πλήρες