Viol στα ελληνικά

Μετάφραση: viol, Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρουμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, βιασμός, επίθεση, παράβαση, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
Viol στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • vioară στα ελληνικά - βιολί, βιολιού, το βιολί, του βιολιού, βιολιών
  • vioi στα ελληνικά - εντατικός, ζωντανός, έντονος, γλαφυρός, ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ...
  • violent στα ελληνικά - βίαιος, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια
  • violetă στα ελληνικά - μενεξές, βιολέτα, βιολετί, ιώδες, μοβ, ιώδους
Τυχαίες λέξεις
Viol στα ελληνικά - Λεξικό: ρουμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, βιασμός, επίθεση, παράβαση, κράμβη, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών