Авансовый στα ελληνικά
Μετάφραση: авансовый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις
- аванпост στα ελληνικά - προφυλακή, φυλάκιο, προκεχωρημένο φυλάκιο, φυλακίου, προπύργιο
- аванс στα ελληνικά - προχωρώ, προβαίνω, προκαταβάλλω, πρόοδος, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, ...
- авансцена στα ελληνικά - προσκήνιο, προσκηνίου, proscenium, του προσκηνίου, προσκήνιου
- авантюра στα ελληνικά - ρισκάρω, ριψοκινδυνεύω, επιχειρώ, διακυβεύω, αποτολμώ, τολμώ, περιπέτεια, ...
Τυχαίες λέξεις
Авансовый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει
Μεταφράσεις: προβαίνω, πρόοδος, προχωρώ, προκαταβάλλω, προκαταβολή, προωθήσει, την προώθηση, προχωρήσει