Акцентировать στα ελληνικά

Μετάφραση: акцентировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
Акцентировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акушерство στα ελληνικά - μαιευτική, μαιευτικής, της μαιευτικής, την μαιευτική, Obstetrics
  • акцент στα ελληνικά - άγχος, τόνος, συναγερμός, στρες, έμφαση, τρομάζω, τονίζω, ...
  • акцентирует στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
  • акцепт στα ελληνικά - ανάχωμα, αποδοχή, τράπεζα, όχθη, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Акцентировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης