Акцепт στα ελληνικά
Μετάφραση: акцепт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάχωμα, αποδοχή, τράπεζα, όχθη, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
Μεταφράσεις
- акцентировать στα ελληνικά - στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, ...
- акцентирует στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
- акцептант στα ελληνικά - αποδέκτης, δέκτη, αποδέκτη, δέκτης, δέκτου
- акцептировать στα ελληνικά - αποδέχομαι, τιμώ, παραδέχομαι, δέχομαι, να αποδεχθεί, να δεχθεί, να δεχτεί, ...
Τυχαίες λέξεις
Акцепт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάχωμα, αποδοχή, τράπεζα, όχθη, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
Μεταφράσεις: ανάχωμα, αποδοχή, τράπεζα, όχθη, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής