Акцептовать στα ελληνικά
Μετάφραση: акцептовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστατεύω, αποδέχομαι, όραση, δέχομαι, κατοχυρώνω, παραδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцептировать στα ελληνικά - αποδέχομαι, τιμώ, παραδέχομαι, δέχομαι, να αποδεχθεί, να δεχθεί, να δεχτεί, ...
- акцептование στα ελληνικά - προστασία, αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, της αποδοχής
- акциденция στα ελληνικά - δουλειά, ένα ατύχημα, ατύχημα, ατυχήματος, τυχαίο, κάποιο ατύχημα
- акциз στα ελληνικά - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
Τυχαίες λέξεις
Акцептовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστατεύω, αποδέχομαι, όραση, δέχομαι, κατοχυρώνω, παραδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί
Μεταφράσεις: προστατεύω, αποδέχομαι, όραση, δέχομαι, κατοχυρώνω, παραδέχομαι, δεχθεί, αποδεχθεί, δεχτεί