Акционер στα ελληνικά

Μετάφραση: акционер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων
Акционер στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акциденция στα ελληνικά - δουλειά, ένα ατύχημα, ατύχημα, ατυχήματος, τυχαίο, κάποιο ατύχημα
  • акциз στα ελληνικά - ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ειδικών φόρων κατανάλωσης, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ειδικού φόρου κατανάλωσης
  • акция στα ελληνικά - απόθεμα, κλήρος, επενέργεια, αγωγή, μοιράζομαι, παρακρατώ, μοιράζω, ...
  • алабама στα ελληνικά - Αλαμπάμα, alabama, της Αλαμπάμα, την Αλαμπάμα
Τυχαίες λέξεις
Акционер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέτοχος, μετόχου, μέτοχο, μετόχων, των μετόχων