Μέτοχος στα ρωσικά

Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пайщик, акционер, акционером, акционеров, акционера
Μέτοχος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέτοχος

βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας ρωσικά, μέτοχος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • μέσον στα ρωσικά - средство, богатство, пособие, среднекалиберный, промежуточный, средний, способ, ...
  • μέσος στα ρωσικά - средний, рядовой, среднее, заурядный, обычный, среднемесячный, пересекающийся, ...
  • μέτρηση στα ρωσικά - измерение, обмер, измерения, измерений, измерительная, замер
  • μέτριος στα ρωσικά - проходимый, небольшой, посредственный, замедлять, промежуточный, заурядный, общедоступный, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: пайщик, акционер, акционером, акционеров, акционера