Ампутировать στα ελληνικά
Μετάφραση: ампутировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ампула στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
- ампутация στα ελληνικά - αποκοπή, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
- амстердам στα ελληνικά - Άμστερνταμ, amsterdam, Αμστερνταμ, του Άμστερνταμ
- амулет στα ελληνικά - μαγεύω, φυλαχτό, γοητεύω, θέλγω, ιατρική, φάρμακο, φυλακτό, ...
Τυχαίες λέξεις
Ампутировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν