Атакующий στα ελληνικά
Μετάφραση: атакующий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτίθεμαι, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
Μεταφράσεις
- атака στα ελληνικά - κατηγορία, επιδρομή, αρχή, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεση, φροντίδα, ...
- атаковать στα ελληνικά - επιδρομή, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθεμαι, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, ...
- атаман στα ελληνικά - κύριος, φύλαρχος, ηγετικός, οπλαρχηγός, αρχηγός, οπλαρχηγού, οπλαρχηγό, ...
- атеизм στα ελληνικά - αθεϊστής, άθεος, αθεϊσμός, αθεϊσμό, αθεϊσμού, αθεΐα, τον αθεϊσμό
Τυχαίες λέξεις
Атакующий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτίθεμαι, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
Μεταφράσεις: επιτίθεμαι, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί