Атрибут στα ελληνικά
Μετάφραση: атрибут, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атональный στα ελληνικά - χωρίς μουσικήν κλείδα, ατονική, ατονικά, ατονικό, ατονικής
- атонический στα ελληνικά - ατομικός, άτονη, ατονική, ατονικές, ατονίας, atonic
- атрибутивный στα ελληνικά - προσδιοριστικό, προσδιοριστικός
- атрибуция στα ελληνικά - απόδοση, κατανομή, απόδοσης, ανάθεση, καταλογισμό
Τυχαίες λέξεις
Атрибут στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Μεταφράσεις: κτήμα, διάσταση, περιουσία, αποδίδω, ιδιότητα, ακίνητο, σπίτι, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα