Атрофироваться στα ελληνικά
Μετάφραση: атрофироваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атропин στα ελληνικά - ατροπίνη, ατροπίνης, η ατροπίνη, την ατροπίνη
- атрофированный στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, ατροφήσει, ατρόφησε, ατροφικού, ατροφικά, να ατροφήσει
- аттестат στα ελληνικά - κατάθεση, πιστοποιητικό, δίπλωμα, μαρτυρία, οικογένεια, πιστοποιητικού, βεβαίωση, ...
- аттестация στα ελληνικά - μαρτυρία, κατάθεση, πρόκριση, επικύρωση, επικύρωσης, την επικύρωση, επαλήθευσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Атрофироваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
Μεταφράσεις: ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία