Бальзамический στα ελληνικά

Μετάφραση: бальзамический, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γλυκός, βαλσαμώδης, βαλσαμώδες, βαλσαμώδεις, βαλσαμώδη
Бальзамический στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бальзамирование στα ελληνικά - ταρίχευση, ταρίχευσης, ταριχευτή, του ταριχευτή, μουμιοποίησης
  • бальзамировать στα ελληνικά - ταριχεύω, βαλσαμώνω, βαλσάμωναν, βαλσαμώνουν, ταρίχευση, βαλσάμωναν τα
  • бальзамовый στα ελληνικά - γλυκός, βαλσαμώδης, βαλσαμώδες, βαλσαμώδεις, βαλσαμώδη
  • бальнеология στα ελληνικά - λουτροθεραπεία, λουτροθεραπείες, balneology, υδροθεραπεία, το balneology
Τυχαίες λέξεις
Бальзамический στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γλυκός, βαλσαμώδης, βαλσαμώδες, βαλσαμώδεις, βαλσαμώδη