Барьер στα ελληνικά

Μετάφραση: барьер, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπάρα, μεραρχία, μπαρ, εμποδίζω, φράγμα, διαίρεση, φραγμός, φράζω, εμπόδιο, κάγκελο, διχασμός, φραγμού, φραγμό, φράγματος
Барьер στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • барышничество στα ελληνικά - αισχροκέρδεια, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, αισχροκέρδειας, την κερδοσκοπία
  • барышня στα ελληνικά - αστοχώ, κορίτσι, χάνω, δεσποινίς, νεαρή κοπέλα, νεαρή κοπέλα που, νέα κυρία, ...
  • барьерист στα ελληνικά - αγωνιστής δρόμου μετ 'εμπόδιων, hurdler, εμποδιστής, στα εμπόδια, εμποδιστή
  • бас στα ελληνικά - μπάσσο, μπάσο, μπάσων, μπάσα, μπάσου
Τυχαίες λέξεις
Барьер στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπάρα, μεραρχία, μπαρ, εμποδίζω, φράγμα, διαίρεση, φραγμός, φράζω, εμπόδιο, κάγκελο, διχασμός, φραγμού, φραγμό, φράγματος