Бескорыстие στα ελληνικά
Μετάφραση: бескорыстие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесконтрольно στα ελληνικά - άνευ, χωρίς, ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτα, ανεξέλεγκτο, ανεξέλεγκτες
- бесконтрольный στα ελληνικά - ανεξέλεγκτος, ανεξέλεγκτη, ανεξέλεγκτης, μη ελεγχόμενη, ανεξέλεγκτες
- бескорыстный στα ελληνικά - ανιδιοτελής, απρόσωπος, ανιδιοτελή, ανιδιοτελούς, ανιδιοτελείς, την ανιδιοτελή
- бескосточковый στα ελληνικά - άσπορος, χωρίς κουκούτσια, χωρίς σπόρους, αγίγαρτες, χωρίς κουκούτσι
Τυχαίες λέξεις
Бескорыстие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
Μεταφράσεις: ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας