Бишоп στα ελληνικά
Μετάφραση: бишоп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
![Бишоп στα ελληνικά Бишоп στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-2165.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бичламар στα ελληνικά - beach-, παραλίας, παραλιακό, της παραλίας, παραθαλάσσια
- бичует στα ελληνικά - καυτηριάζεται, ψέγει, στηλιτεύει, καυτηριάζεται η
- благо στα ελληνικά - ευλογία, επίδομα, επωφελούμαι, ωφέλεια, όφελος, καλός, καλή, ...
- благовест στα ελληνικά - δακτυλίδι, μάτι, διόδια, δαχτυλίδι, φόρος, διοδίων, των διοδίων, ...
Τυχαίες λέξεις
Бишоп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Μεταφράσεις: επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος