Бишоп στα ελληνικά

Μετάφραση: бишоп, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος
Бишоп στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бичламар στα ελληνικά - beach-, παραλίας, παραλιακό, της παραλίας, παραθαλάσσια
  • бичует στα ελληνικά - καυτηριάζεται, ψέγει, στηλιτεύει, καυτηριάζεται η
  • благо στα ελληνικά - ευλογία, επίδομα, επωφελούμαι, ωφέλεια, όφελος, καλός, καλή, ...
  • благовест στα ελληνικά - δακτυλίδι, μάτι, διόδια, δαχτυλίδι, φόρος, διοδίων, των διοδίων, ...
Τυχαίες λέξεις
Бишоп στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίσκοπος, επισκόπου, επίσκοπο, Bishop, ο Επίσκοπος