Бормотать στα ελληνικά

Μετάφραση: бормотать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει
Бормотать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • борзый στα ελληνικά - ταχεία, γρήγορη, άμεση, ταχείας, την ταχεία
  • бормотание στα ελληνικά - ψιττακίζω, μουρμουρίζω, φλυαρώ, ασυναρτησίες, κελαρύζω
  • бормотун στα ελληνικά - μουρμούρισμα, ψίθυρος, Φύσημα, Μοθρμουρητό, σελίδας Μοθρμουρητό
  • бормочет στα ελληνικά - μουρμουρίζει, Mutters, το Mutters, ίδια ώρα μουρμουρίζει
Τυχαίες λέξεις
Бормотать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουρμουρίζω, ψέλλισμα, σιγομουρμουρίζω, Μαμπλ, μουρμουρίζει