Бурлить στα ελληνικά
Μετάφραση: бурлить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι
Μεταφράσεις
- бурлеск στα ελληνικά - παρωδία, μπουρλέσκ, μπουρλέσκο, burlesque, γελοιοποιώ
- бурливый στα ελληνικά - θυελλώδης, πολυτάραχος, ταραχώδης, ταραχώδη, ταραγμένη, τυρβώδη, τυρβώδης
- бурмистр στα ελληνικά - θαλαμηπόλος, οικονόμος, επιστάτης, δήμαρχος, Steward, επόπτης, οικονόμου, ...
- бурно στα ελληνικά - θυελλώδης, πρόχειρα, πολυτάραχος, περίπου, χονδρικά, προσέγγιση, σχεδόν, ...
Τυχαίες λέξεις
Бурлить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι
Μεταφράσεις: οργή, λυσσομανώ, φουντώνω, μανία, βράζω, αναταραχθεί, αρχίσει να βράζει, κοχλάζω, εξάπτομαι