Быть στα ελληνικά

Μετάφραση: быть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανήκω, βροχή, εμπλέκω, συμβαίνω, κείμαι, εορτάζω, χρωστώ, διαδραματίζω, διανύω, υπάρχω, καταναλώνω, αηδία, φρίκη, οφείλω, λουρί, βρίσκομαι, είναι, να, να είναι, ήταν
Быть στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бытовать στα ελληνικά - συμβαίνω, υπάρχω, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν
  • бытовой στα ελληνικά - κατοικίδιος, κοινός, οικιακός, συνηθισμένος, καθημερινός, καθημερινή, καθημερινά, ...
  • бычачий στα ελληνικά - ταύρος, κάρτα στον, την κάρτα στον, ταύρο, ταύρου
  • бычий στα ελληνικά - βοοειδών, των βοοειδών, βοοειδή, βόεια, βόειου
Τυχαίες λέξεις
Быть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανήκω, βροχή, εμπλέκω, συμβαίνω, κείμαι, εορτάζω, χρωστώ, διαδραματίζω, διανύω, υπάρχω, καταναλώνω, αηδία, φρίκη, οφείλω, λουρί, βρίσκομαι, είναι, να, να είναι, ήταν