Валандаться στα ελληνικά
Μετάφραση: валандаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαζεύω, περιδιαβάζω, valandatsya
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вал στα ελληνικά - όχθη, πρόστυχος, χοντρός, άξονας, ακαθάριστος, έπαλξη, τράπεζα, ...
- валаам στα ελληνικά - Βαλαάμ, Ο Βαλαάμ, Βαλααμ, τον Βαλαάμ, τον Βαλααμ
- валгалла στα ελληνικά - Valhalla, Βαλχάλλα, γιορτή της Βαλχάλα, Βαλχάλα
- валежник στα ελληνικά - άχρηστα ξύλα, ξηρά ξύλα, άχρηστων φύλλων, deadwood, του νεκρού ξύλου
Τυχαίες λέξεις
Валандаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαζεύω, περιδιαβάζω, valandatsya
Μεταφράσεις: χαζεύω, περιδιαβάζω, valandatsya