Валкий στα ελληνικά
Μετάφραση: валкий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισφαλής, μανιβέλα, στρόφαλος, στροφάλου, στρόφαλο, μανιβέλας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валка στα ελληνικά - κόβω, έπεσα, υλοτόμηση, υλοτομία, κοπή, υλοτόμησης, υλοτομίας
- валки στα ελληνικά - κύλινδροι, οδοστρωτήρες, κυλίνδρους, κυλίνδρων, ρολά
- валлиец στα ελληνικά - Ουαλός, Welshman, ο Welshman
- валлийка στα ελληνικά - δεν πληρώνω τα οφειλόμενα, Ουαλίας, Welsh, ουαλική, Ουαλικά
Τυχαίες λέξεις
Валкий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισφαλής, μανιβέλα, στρόφαλος, στροφάλου, στρόφαλο, μανιβέλας
Μεταφράσεις: επισφαλής, μανιβέλα, στρόφαλος, στροφάλου, στρόφαλο, μανιβέλας