Ваниль στα ελληνικά

Μετάφραση: ваниль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια
Ваниль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вандализм στα ελληνικά - βανδαλισμός, βανδαλισμού, βανδαλισμό, βανδαλισμούς, βανδαλισμοί
  • ванилин στα ελληνικά - βανιλλίνη, βανιλίνης, βανιλίνη, βανιλλίνης, της βανιλίνης
  • ванкувер στα ελληνικά - Βανκούβερ, vancouver, το Βανκούβερ, του Βανκούβερ, Βανκούβερ του
  • ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
Τυχαίες λέξεις
Ваниль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βανίλια, βανίλιας, τη βανίλια, vanilla, η βανίλια