Васильковый στα ελληνικά
Μετάφραση: васильковый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαφείρι, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- василиск στα ελληνικά - δράκων, Basilisk, βασιλίσκος, βασιλίσκος-, βασιλίσκων
- василисник στα ελληνικά - vasilisnik
- василёк στα ελληνικά - κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
- вассал στα ελληνικά - δορυφόρος, υποτελής, υποτελή, υποτελείς, υποτελών, υποτελές
Τυχαίες λέξεις
Васильковый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαφείρι, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του
Μεταφράσεις: ζαφείρι, κυανός, cornflower, καλαμποκάλευρο, κενταύριου, κενταύριου του