Вдалбливать στα ελληνικά
Μετάφραση: вдалбливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύμπανο, κριάρι, εμβολίζω, πάταγος, σαματάς, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдавливать στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βαθούλωμα, Dent, ...
- вдавливающийся στα ελληνικά - βαθούλωμα, Dent, ΟΔΟΝΤ, Ντεντ, το Dent
- вдалеке στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, της απόστασης, της απόστασης που
- вдаль στα ελληνικά - μακριά, σε απόσταση, την απόσταση, στην απόσταση, στο βάθος, με την απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Вдалбливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύμπανο, κριάρι, εμβολίζω, πάταγος, σαματάς, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
Μεταφράσεις: τύμπανο, κριάρι, εμβολίζω, πάταγος, σαματάς, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind