Ведать στα ελληνικά

Μετάφραση: ведать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντεπεξέρχομαι, αγορά, διευθύνω, ξέρω, καταφέρνω, μοιράζω, γνωρίζω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε
Ведать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вегетационный στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
  • вегетация στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
  • ведение στα ελληνικά - εξουσία, φέρσιμο, έλεγχος, συμπεριφορά, διαγωγή, αυθεντία, εξουσιάζω, ...
  • веджвуд στα ελληνικά - Wedgwood
Τυχαίες λέξεις
Ведать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντεπεξέρχομαι, αγορά, διευθύνω, ξέρω, καταφέρνω, μοιράζω, γνωρίζω, διαχειρίζονται, διαχειριστεί, διαχειρίζεται, διαχειριστούν, διαχειριστείτε