Ведение στα ελληνικά

Μετάφραση: ведение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσία, φέρσιμο, έλεγχος, συμπεριφορά, διαγωγή, αυθεντία, εξουσιάζω, διεξάγω, αρμοδιότητα, κύρος, οδήγηση, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Ведение στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вегетация στα ελληνικά - βλάστηση, βλάστησης, της βλάστησης, τη βλάστηση, η βλάστηση
  • ведать στα ελληνικά - αντεπεξέρχομαι, αγορά, διευθύνω, ξέρω, καταφέρνω, μοιράζω, γνωρίζω, ...
  • веджвуд στα ελληνικά - Wedgwood
  • ведомости στα ελληνικά - εφημερίδα, στοιχεία, δεδομένα, δελτίο, επίσημη εφημερίδα, ΦΕΚ, Κυβερνήσεως, ...
Τυχαίες λέξεις
Ведение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσία, φέρσιμο, έλεγχος, συμπεριφορά, διαγωγή, αυθεντία, εξουσιάζω, διεξάγω, αρμοδιότητα, κύρος, οδήγηση, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά