Вентилировать στα ελληνικά
Μετάφραση: вентилировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- венский στα ελληνικά - Βιεννέζος, βιενέζικο, βιεννέζικο, βιεννέζικη, βιενέζικη
- вентилирование στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
- вентиль στα ελληνικά - βαλβίδα, μουγγός, βαλβίδας, της βαλβίδας, βαλβίδος, βαλβίδων
- вентилятор στα ελληνικά - βεντάλια, ανεμιστήρας, οπαδός, ανεμιστήρα, fan, του ανεμιστήρα
Τυχαίες λέξεις
Вентилировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Μεταφράσεις: αέρας, ατμόσφαιρα, αερίζω, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται