Верх στα ελληνικά
Μετάφραση: верх, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγούμαι, τελειοποίηση, κορυφή, κεφάλι, ύψος, πίλος, κουκούλα, ροζ, καπό, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- верующий στα ελληνικά - θρήσκος, θρησκευτικός, θρησκευόμενος, πιστός, οπαδός, πιστό, πιστού, ...
- верфь στα ελληνικά - ναυπηγείο, ναυπηγείου, ναυπηγεία, ναυπηγείων, των ναυπηγείων
- верхи στα ελληνικά - κορυφές, κορυφών, τις κορυφές, κορυφές των, μπλούζες
- верхнечелюстной στα ελληνικά - άνω γνάθος, άνω γνάθου, της άνω γνάθου, γνάθου, γναθικό
Τυχαίες λέξεις
Верх στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγούμαι, τελειοποίηση, κορυφή, κεφάλι, ύψος, πίλος, κουκούλα, ροζ, καπό, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
Μεταφράσεις: ηγούμαι, τελειοποίηση, κορυφή, κεφάλι, ύψος, πίλος, κουκούλα, ροζ, καπό, πάνω, επάνω, κορυφαία, top