Ветка στα ελληνικά
Μετάφραση: ветка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλάδος, κλαδί, ψεκάζω, κλαδάκι, μέλος, άκρο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ветеринарный στα ελληνικά - κτηνιατρικός, κτηνιατρικών, κτηνιατρική, κτηνιατρικά, κτηνιατρικό
- ветерок στα ελληνικά - ανάσα, αύρα, αναπνοή, αεράκι, αύρας, αύρα της, παιχνιδάκι
- ветла στα ελληνικά - ιτιά, ιτιάς, ιτιές, ιτιών, η ιτιά
- вето στα ελληνικά - αρνησικυρία, βέτο, αρνησικυρίας, δικαίωμα αρνησικυρίας, το βέτο
Τυχαίες λέξεις
Ветка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλάδος, κλαδί, ψεκάζω, κλαδάκι, μέλος, άκρο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου
Μεταφράσεις: κλάδος, κλαδί, ψεκάζω, κλαδάκι, μέλος, άκρο, υποκατάστημα, υποκαταστήματος, κλάδο, κλάδου