Взвизгивать στα ελληνικά
Μετάφραση: взвизгивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαβίζω, yelps
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взвивать στα ελληνικά - αναστηλώνω, υψώνω, σηκώνω, ανατρέφω, εκτροφή, εκτροφής, ανατροφή, ...
- взвиваться στα ελληνικά - διανύω, αυξάνομαι, βρίσκομαι, μύγα, πετώ, ανατέλλω, αύξηση, ...
- взвинченный στα ελληνικά - επιτακτικός, τεντωμένος, εντατικός, έντονος, επίπονος, νευρικότητα, αρμαθιές, ...
- взвинчивать στα ελληνικά - εξογκώνω, δουλειά, εργασία, εργάζομαι, φουσκώνω, δουλεύω, φουσκώνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Взвизгивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαβίζω, yelps
Μεταφράσεις: βαβίζω, yelps