Λέξη: εφημέριος
Σχετικές λέξεις: εφημέριος
εφημέριος ορισμός, εφημέριος περιοδικό, εφημερίδα εφημέριος, εφημέριος english
Συνώνυμα: εφημέριος
αναπληρωτής κληρικού, παπάς, ιερεύς, πρύτανης, ιερέας
Μεταφράσεις: εφημέριος
εφημέριος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chaplain, vicar, parson, rector, ephemeral
εφημέριος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cura, vicario, capellán, capellán de, capellán del, el capellán, capellan
εφημέριος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pastor, vikar, pfarrer, geistlicher, pfarrerin, kaplan, geistliche, Kaplan, Pfarrer, Seelsorger
εφημέριος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pasteur, prêtre, vicaire, aumônier, curé, chapelain, l'aumônier, aumônier de, aumôniers
εφημέριος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parroco, cappellano, il cappellano, cappellano del, cappellano di
εφημέριος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pároco, cura, vigário, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã
εφημέριος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pastoor, veldprediker, aalmoezenier, kapelaan, chaplain, kapelaan van, de Kapelaan van
εφημέριος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ренегат, викарий, заместитель, пастор, священник, капеллан, наместник, проповедник, капелланом, священником, капеллана
εφημέριος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapellan, prest, presten
εφημέριος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kyrkoherde, kaplan, prästen, präst, kaplanen
εφημέριος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kappalainen, pappi, pappismies, kirkkoherra, Chaplain, kappalaisen, Le Chaplain
εφημέριος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sognepræst, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten
εφημέριος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pastor, kněz, farář, kaplan, kaplanem, kaplana, kurát
εφημέριος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wikary, kapłan, proboszcz, kapelan, pleban, wikariusz, kapelanem, kapelana, duszpasterz, duszpasterzem
εφημέριος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
káplán, lelkész, lelkészt, káplánja, lelkészi
εφημέριος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
papaz, papazı, chaplain, papazın, din görevlisi
εφημέριος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пасторе, капелан, священик, проповідник, калина, капелане, пастор
εφημέριος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
famulltar, kapelan, prift, kapelan i, kapelanin, Cappllano
εφημέριος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пастор, викарий, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник
εφημέριος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каплан, капелан, капелана
εφημέριος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaplan, asemik, kirikuõpetaja, vikaar, kaplaniteenistuse, kaplaniga, kaplani
εφημέριος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kapelan, kapetan, župnik, vikar, pastor, svećenik, duhovnik, kapelana, kapelan je
εφημέριος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Chaplain
εφημέριος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kunigas, pastorius, klebonas, kapelionas, Chaplain, kapelionu, kapelionui, Koplyčia
εφημέριος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīdznieks, kapelāns, kapelānu, kapelāna
εφημέριος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капелан, свештеник, старешина
εφημέριος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vicar, capelan, preot, capelanul, chaplain, de capelan
εφημέριος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kaplan, pastor, kaplana, kurat, kaplanom, Kapelan
εφημέριος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duchovní, pastor, kaplán, Kaplan, Kaplana, duchovný správca, kaplánom