Взвывать στα ελληνικά

Μετάφραση: взвывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουρλιάζω, vzvyvat
Взвывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взволновать στα ελληνικά - καημός, θλίψη, ατυχία, τρομάζω, αγωνία, συναγερμός, βελτιώνω, ...
  • взволноваться στα ελληνικά - είμαι, κουνώ, διανύω, βρίσκομαι, σαλεύω, ενθουσιάζονται, πάρετε ενθουσιασμένος, ...
  • взвыть στα ελληνικά - ουρλιάζω, ουρλιαχτό, ουρλιάζουν, howl, κραυγή
  • взгляд στα ελληνικά - όραση, εμφάνιση, αντιμετωπίζω, πλευρά, ιδέα, οφθαλμός, βλέμμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Взвывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουρλιάζω, vzvyvat