Взыскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: взыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφίγγω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взыскательный στα ελληνικά - αυστηρός, απαιτητικός, απαιτητικές, απαιτητικό, αυστηρές, απαιτητικά
- взыскать στα ελληνικά - σφίγγω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
- взятие στα ελληνικά - σπασμός, αιχμαλωτίζω, λήψη, αιχμαλωσία, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, ...
- взятка στα ελληνικά - ποδοκόπι, μόσχευμα, φιλοδώρημα, σάλτσα, λουφές, μπολιάζω, δωροδοκία, ...
Τυχαίες λέξεις
Взыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφίγγω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει
Μεταφράσεις: σφίγγω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ανάκτηση, ανακτήσει, ανακτούν, την ανάκτηση, ανακάμψει