Взять στα ελληνικά

Μετάφραση: взять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ώμος, σπάλα, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν
Взять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взяточник στα ελληνικά - εμβολιαστής, δωρολήπτης
  • взяточничество στα ελληνικά - μπολιάζω, δωροδοκία, μόσχευμα, λάδωμα, δεκασμός, δωροδοκίας, της δωροδοκίας, ...
  • виадук στα ελληνικά - υδραγωγείο, οδογέφυρα, οδογέφυρας, κοιλαδογέφυρα, κοιλαδογέφυρας, κοιλαδογεφυρων
  • вибрато στα ελληνικά - βιμπράτο, vibrato, το vibrato, τρέμολο, παλόμενο
Τυχαίες λέξεις
Взять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ώμος, σπάλα, παίρνω, λαμβάνει, να λάβει, λαμβάνουν, λάβει, λάβουν