Винегрет στα ελληνικά
Μετάφραση: винегрет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вилять στα ελληνικά - φαρσέρ, κινώ, WAG, WAG των συμβατικών, αστειολόγος
- вина στα ελληνικά - ενοχή, φτιάξιμο, ελάττωμα, παράβαση, προσβολή, αδίκημα, λάθος, ...
- винительный στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
- винить στα ελληνικά - φροντίδα, κατηγορώ, κατηγορία, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Τυχαίες λέξεις
Винегрет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
Μεταφράσεις: σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες