Винить στα ελληνικά

Μετάφραση: винить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φροντίδα, κατηγορώ, κατηγορία, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Винить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • винегрет στα ελληνικά - σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
  • винительный στα ελληνικά - αιτιατική, αιτιατικής, στην αιτιατική, την αιτιατική, η αιτιατική
  • виннипег στα ελληνικά - Γουίνιπεγκ, Winnipeg, Γούνιπεγκ
  • винный στα ελληνικά - ένοχος, κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο
Τυχαίες λέξεις
Винить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φροντίδα, κατηγορώ, κατηγορία, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν