Височный στα ελληνικά

Μετάφραση: височный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Височный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • висок στα ελληνικά - μηνίγγι, μελίγγι, ναός, ναό, ναού, ιερό, τέμπλο
  • високосный στα ελληνικά - πήδημα, άλμα, βήμα, δίσεκτο, άλματος
  • вист στα ελληνικά - ουίστ, whist, ενώ αναφέρονται, είδος χαρτοπαίγνιου, ενώ αναφέρονται και
  • висюлька στα ελληνικά - αναπηδώ, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
Τυχαίες λέξεις
Височный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών