Вкладывание στα ελληνικά

Μετάφραση: вкладывание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσθήκη, καταχώρηση, εισαγωγή, παρεμβολή, εισαγωγής, την εισαγωγή
Вкладывание στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вкладчик στα ελληνικά - επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
  • вкладчица στα ελληνικά - καταθέτης, καταθέτη, των καταθετών, αποταμιευτή, αποθέτης
  • вкладывать στα ελληνικά - νεροχύτης, περικλείω, βυθίζομαι, τοποθετώ, εσωκλείω, ναυαγώ, διορίζομαι, ...
  • вкладыш στα ελληνικά - θάμνος, μαξιλάρι, επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
Τυχαίες λέξεις
Вкладывание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσθήκη, καταχώρηση, εισαγωγή, παρεμβολή, εισαγωγής, την εισαγωγή