Вколотить στα ελληνικά
Μετάφραση: вколотить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφυροκοπώ, σφυρί, σφυρί στο, σφυρί στα, σφυροδράπανο στην
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- включиться στα ελληνικά - συνδέω, κατατάσσομαι, ενώνω, συνενώνω, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ...
- вколачивать στα ελληνικά - μαστιγώνω, καρφί, εμβολίζω, κριάρι, πρόκα, νύχι, σφυρί, ...
- вколоть στα ελληνικά - κέντημα, τρυπώ, τσιτώνω, χώνω, κεντώ, ένεση, την ένεση, ...
- вконец στα ελληνικά - εντελώς, αρκετά, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Τυχαίες λέξεις
Вколотить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφυροκοπώ, σφυρί, σφυρί στο, σφυρί στα, σφυροδράπανο στην
Μεταφράσεις: σφυροκοπώ, σφυρί, σφυρί στο, σφυρί στα, σφυροδράπανο στην