Влечение στα ελληνικά
Μετάφραση: влечение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλξη, συνάφεια, κυρτός, θέαμα, αγχιστεία, ροπή, τάση, ορμή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влетать στα ελληνικά - τρέχω, ορμή, βιασύνη, πετούν σε, πετούν στον, πετούν, πετάξει, ...
- влететь στα ελληνικά - χτύπημα, τρέχω, ορμή, βιασύνη, φυσώ, μύγα, πετούν, ...
- влечь στα ελληνικά - σέρνω, τραβώ, ζωγραφίζω, επισύρω, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, ...
- вливание στα ελληνικά - έγχυμα, ένεση, έγχυση, έγχυσης, εγχύσεως, την έγχυση, της έγχυσης
Τυχαίες λέξεις
Влечение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλξη, συνάφεια, κυρτός, θέαμα, αγχιστεία, ροπή, τάση, ορμή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Μεταφράσεις: έλξη, συνάφεια, κυρτός, θέαμα, αγχιστεία, ροπή, τάση, ορμή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση