Вложение στα ελληνικά
Μετάφραση: вложение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
Μεταφράσεις
- влиятельный στα ελληνικά - τύμβος, δυναμικός, επιβλητικός, καίριος, δυνατός, τάφος, ισχυρός, ...
- влиять στα ελληνικά - επιρροή, επηρεάζω, κυβερνώ, ιθύνω, ασκώ, ηχώ, διέπω, ...
- вложить στα ελληνικά - φτιάχνω, εξαναγκάζω, περικλείω, κατασκευάζω, εξουσιοδοτούμαι, συμπεραίνομαι, κάνω, ...
- вломиться στα ελληνικά - διάλειμμα, διάλλειμα, σπάζω, αντεπίθεση, διακοπή, διάσπαση, θραύση, ...
Τυχαίες λέξεις
Вложение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών
Μεταφράσεις: περίφραξη, μάντρα, εσώκλειστο, περίφραγμα, επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, επένδυσης, επενδυτικών