Вместилище στα ελληνικά
Μετάφραση: вместилище, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вменять στα ελληνικά - μέρος, βάζω, τόπος, τοποθετώ, ποζάρω, πόζα, καθορισμένος, ...
- вместе στα ελληνικά - μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, καθώς και
- вместимость στα ελληνικά - ευχαριστημένος, όγκος, ικανοποιημένο, ποσότητα, ικανοποιημένος, χωρητικότητα, φωνή, ...
- вместительность στα ελληνικά - ποσότητα, όγκος, φωνή, χωρητικότητα, ευρυχωρία, ευρυχωρίας, την ευρυχωρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Вместилище στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository
Μεταφράσεις: χωρητικότητα, αποθήκη, ταμείο, αποθετήριο, αρχείο καταγραφής, χώρο αποθήκευσης, repository