Внезапный στα ελληνικά
Μετάφραση: внезапный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνίδιος, κοφτός, αγενής, αγροίκος, ξαφνικός, ξαφνική, αιφνίδια, ξαφνικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- внезапно στα ελληνικά - κοφτά, απότομα, αιφνιδιαστικά, όλα, όλες, ξαφνικά, όλος, ...
- внезапность στα ελληνικά - έκπληξη, εξαφνικότητα, εξαφνικότης, αιφνίδιο, αναπάντεχο, αιφνιδιασμό
- внеземной στα ελληνικά - εξωγήινη, εξωγήινων, εξωγήινο, εξωγήινος, εξωγήινης
- внеклассный στα ελληνικά - εξωσχολικές, εξωσχολικών, εξωσχολική, τις εξωσχολικές, των εξωσχολικών
Τυχαίες λέξεις
Внезапный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, κοφτός, αγενής, αγροίκος, ξαφνικός, ξαφνική, αιφνίδια, ξαφνικές
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, κοφτός, αγενής, αγροίκος, ξαφνικός, ξαφνική, αιφνίδια, ξαφνικές