Возвести στα ελληνικά

Μετάφραση: возвести, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει
Возвести στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • возвеличение στα ελληνικά - μεταρσίωση, εξύψωση, έξαρση, ανάταση, εξύψωσης, έξαρσης
  • возвеличивать στα ελληνικά - εκθειάζω, εξυψώ, Exalt, εξυψώνουν, εξυψώνω
  • возвещать στα ελληνικά - ευαγγελίζομαι, ανακοινώνω, διαλαλώ, καταδεικνύω, προκηρύσσω, κήρηξ, κηρύσσω, ...
  • возвещение στα ελληνικά - Ευαγγελισμός, Ευαγγελισμού, αναγγελίαν, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αναγγελία σε
Τυχαίες λέξεις
Возвести στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνω, αναστηλώνω, ανεγείρω, όρθιος, όρθια, ανέγερση, ανεγείρει, στήσει