Возложить στα ελληνικά
Μετάφραση: возложить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαπλώνω, τοποθετώ, αναθέτω, εμπιστεύομαι, ίζημα, επαναθέτω, κοσμικός, στρώνω, καθορισμένος, βάζω, προσχώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- возложение στα ελληνικά - εκχώρηση, ανάθεση, εκχώρησης, ανάθεσης, αποστολή
- возложенный στα ελληνικά - κατεστημένων, εναπόκειται, βαρύνουν, νυν, κατεστημένου φορέα
- возлюбить στα ελληνικά - έρωτας, αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αγαπάτε, την αγάπη
- возлюбленная στα ελληνικά - βράγχιο, κορίτσι, κυρία, αγαπημένος, αγαπημένη, γλυκιά μου, τον αγαπημένο, ...
Τυχαίες λέξεις
Возложить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαπλώνω, τοποθετώ, αναθέτω, εμπιστεύομαι, ίζημα, επαναθέτω, κοσμικός, στρώνω, καθορισμένος, βάζω, προσχώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει
Μεταφράσεις: ξαπλώνω, τοποθετώ, αναθέτω, εμπιστεύομαι, ίζημα, επαναθέτω, κοσμικός, στρώνω, καθορισμένος, βάζω, προσχώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, θέσει